-
1 φαγούρα
[фагура] ουσ. Θ. зуд, чесотка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φαγούρα
-
2 зуд
-
3 чесать
чесать 1) ξύνω 2) (гребешком) χτενίζω \чесаться 1) ξύνομαι 2) (зудеть ) έχω φαγούρα* * *1) ξύνω2) ( гребешком) χτενίζω -
4 чесаться
-
5 зуд
зудм прям., перен ἡ φαγούρα, ὁ κνισμός. -
6 чесаться
чесать||ся1. ξύνομαι·2. (зудеть) ἔχω φαγούρα, μέ τρώγει κάτι:у меня нос чешется μέ τρώγει ἡ μύτη μου·3. (причесываться) χτενίζομαι· ◊ у него́ ру́ки чешутся τόν τρώνε τά χέρια του· у него́ язык чешется τόν τρώει ἡ γλῶσσα του νά μιλήσει. -
7 чесотка
чесот||каж мед. ἡ ψώρα, ἡ φαγούρα. -
8 зуд
[ζούτ] ουσ. α φαγούρα -
9 чесаться
[τσισάτσα] ρ. ξύνομαι, έχω φαγούρα, χτενίζομαι -
10 чесотка
[τσισότκα] ουσ. θ. φαγούρα, ψώρα -
11 зуд
[ζούτ] ουσ α φαγούρα -
12 чесаться
[τσισάτσα] ρ ξύνομαι, έχω φαγούρα, χτενίζομαι -
13 чесотка
[τσισότκα] ουσ θ φαγούρα, ψώρα -
14 драньё
-
15 жечь
жгу, жжешь, жгут; παρλθ. χρ. жег, жгла, жгло, ρ.δ.μ.1. καίω, βάζω φωτιά, πυρπολώ. || ανάβω. || καταναλώνω (ηλεκτρ. ρεύμα κ.τ.τ.).2. καίω, ψήνω•солнце жжет ο ήλιος καίει•
жечь кофе ψήνω καφέ•
жечь кирпичи ψήνω τούβλα.
|| κνίζω, τσουκνίζω, προκαλώ κνισμό, φαγούρα•крапива жжет η τσουκνίδα κνίζει.
3. μτφ. ανάβω, επιφέρω ισχυρό πάθος, προκαλώ μεγάλη λύπη, καίω, φλογίζω.καίω. || καίγομαι, παθαίνω εγκαύματα.(απλ.) είμαι πανάκριβος, απρόσιτος στην τιμή. -
16 зуд
-а α.1. φαγούρα, κνησμός.2. μτφ. μεγάλος πόθος, καημός. -
17 зудеть
-
18 почесуха
-и θ.φαγούρα, κνησμός. -
19 раззудеться
-дится ρ.σ. (απλ.).1. αρχίζω να κνίζω, να με πιάνει δυνατή φαγούρα.2. μτφ. μερακλώνομαι, θέλω πολύ, ποθώ. -
20 раззудить
-ужу, -удишь ρ.σ.μ.1. (απλ.) κνίθω, τρώγω, προξενώ φαγούρα, κνησμό.2. μτφ. προκαλώ, κεντώ• μερακλώνω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φαγούρα — η, Ν 1. κνησμός 2. μτφ. έντονη επιθυμία ή ενδιαφέρον («τώρα τόν έπιασε η φαγούρα») 3. φρ. «έχω μια φαγούρα!» ειρων. μού είναι αδιάφορο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. έφαγα τού ρ. τρώγω (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. ούρα (πρβλ. χασ ούρα)] … Dictionary of Greek
φαγούρα — η κνησμός, φαγωμάρα, ξυσμάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κνησμός ή φαγούρα — Αίσθημα που πηγάζει από το δέρμα και προκαλεί την ανάγκη ξεσμού. Συνήθως περιορίζεται σε μικρές ή μεγάλες περιοχές, ενώ άλλοτε είναι διάχυτος σε ολόκληρη την επιφάνεια του δέρματος. Ο κ. εμφανίζει διαβαθμίσεις, από τον ελαφρύ και παροδικό μέχρι… … Dictionary of Greek
κνήσις — κνῆσις, ἡ (Α) [κνω] 1. το ξύσιμο («κνῆσις κροτάφων καὶ ὤτων», Αρετ.) 2. κνησμός, φαγούρα («τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων πάθος περὶ τοὺς ὀδόντας γίγνεται, ὅταν ἄρτι φυῶσι, κνῆσίς τε καὶ ἀγανάκτησις περὶ τὰ οὖλα» η ενόχληση γύρω από τα δόντια κατά την… … Dictionary of Greek
μυρμηκίζω — (ΑΜ, Μ και μυρμηγκίζω) [μύρμηξ] μσν. 1. προχωρώ, έρπω όπως τα μυρμήγκια, δηλαδή δεν περπατώ σε ευθεία γραμμή 2. τσιμπώ, προκαλώ φαγούρα 3. είμαι πολυάριθμος, όπως τα μυρμήγκια, μυρμηκιάζω αρχ. 1. αισθάνομαι κνησμό, φαγούρα 2. (για τον σφυγμό)… … Dictionary of Greek
οδαγμός — ὀδαγμός και, κατά τον Φώτ. ἀδαγμός, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) κνησμός, φαγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οδαγ , πρβλ. παθ. υπερσ. ὠ δάγ μην, τού ρ. ὀδάζω / ὀδάζομαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. μός (πρβλ. κηρυγ μός)] … Dictionary of Greek
-ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… … Dictionary of Greek
άκνησμος — ἄκνησμος, ον (Α) [κνησμός] αυτός που δεν προκαλεί κνησμό, φαγούρα … Dictionary of Greek
έκζεμα — Μη μεταδοτική δερματική βλάβη φλεγμονώδους τύπου που προσβάλλει τις επιφανειακές στιβάδες του δέρματος. Το έ., που μπορεί να έχει οξεία ή συνηθέστερα χρόνια εξέλιξη, εκδηλώνεται με μορφές που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους (χρόνια αλλεργική… … Dictionary of Greek
έκθυμα — Μολυσματική πάθηση του δέρματος, η οποία προκαλείται από στρεπτόκοκκους και προσβάλλει συνήθως εξασθενημένους οργανισμούς. Το έ. εντοπίζεται κυρίως στις κνήμες και εκδηλώνεται, αρχικά, με τη δημιουργία μίας φυσαλίδας, με πυώδες ή πυσαιματηρό… … Dictionary of Greek
αιμωδία — Μερική ή ολική απώλεια αίσθησης σε ένα μέρος του σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα παρεμβολής στη διάβαση ερεθισμάτων κατά μήκος των αισθητηρίων νεύρων. * * * η (Α αἱμωδία) νεοελλ. τοπικό ή γενικό μούδιασμα (κν. μούδιασμα, μυρμήγκιασμα) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek